- κεφαλική
- κεφαλικόςoffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφαλικῇ — κεφαλικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλική προβολή — Η θέση του εμβρύου κατά τη διάρκεια του τοκετού, όπου κατά τη δίοδό του από τον πυελογεννητικό σωλήνα προβάλλει από τον κόλπο πρώτη η κεφαλή. Είναι η συνηθέστερη θέση και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για έναν ομαλό και φυσιολογικό τοκετό … Dictionary of Greek
κεφαλικός — ή, ό (ΑΜ κεφαλικός, ή, ον) [κεφαλή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο κεφάλι (α. «κεφαλική φλέβα» β. «κεφαλικός δείκτης» ο λόγος τού μέγιστου μήκους προς το μέγιστο πλάτος τής κεφαλής πολλαπλασιαζόμενος επί εκατό γ. «κεφαλικοὶ… … Dictionary of Greek
δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… … Dictionary of Greek
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek
λεπτοπλάνη — η ζωολ. γένος στροβιλιστικών πλατυελμίνθων που ανήκει στην τάξη πολύκλαδοι και περιλαμβάνει θαλάσσια σκουλήκια χωρίς κοιλιακή βεντούζα και χωρίς διακριτή κεφαλική περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. leptoplana < lepto (λεπτ[ο] *) +… … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… … Dictionary of Greek
ωμιαίος — α, ο / ὠμιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, που βρίσκεται στον ώμο, ωμικός νεοελλ. φρ. «ωμιαία ζώνη» ανατ. η ωμική ζώνη αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμιαία πιθ. ο δελτοειδής μυς 2. φρ. «ὠμιαία φλέψ» η κεφαλική φλέβα τού… … Dictionary of Greek
Σολομωνίδης, Χρήστος — Συγγραφέας (Σμύρνη 1897 Αθήνα 1977). Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και δικηγόρησε στη Σμύρνη και, από το 1922, στην Αθήνα. Διετέλεσε διευθυντής της ημερήσιας εφημερίδας θάρρος της Σμύρνης (1919 1922) και αρχισυντάκτης της εφημερίδας … Dictionary of Greek